- φαγέντσα
- η фаянс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαγέντσα — η, Ν βλ. φαγιάντσα … Dictionary of Greek
φαγέντσα — η βλ. φαγιάντσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγιάντσα — και φαγέντσα, η, Ν φαγιάνς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Faenza, πόλη τής Βόρειας Ιταλίας] … Dictionary of Greek
φαγιάντσα — φαγιάντσα, η και φαγέντσα, η (λ. γαλλ.), είδος ή κομψοτέχνημα φαγεντιανό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)